Η υποκατάσταση της ζάχαρης (λευκής ζάχαρης) ξεκίνησε από την ανάγκη να ρυθμιστούν τα επίπεδα γλυκόζης των διαβητικών. Έτσι, μπήκαν στη ζωή μας τα πρώτα υποκατάστατα ζάχαρης. Κάποια από αυτά ήταν χωρίς θερμίδες και κάποια άλλα ήταν με λιγότερες θερμίδες. Εκτός από τη φρουκτόζη, τα περισσότερα ήταν μη φυσικά γλυκαντικά.
Τα τελευταία χρόνια όλη η επιστήμη της διατροφής, επιστρέφει στις φυσικές τροφές και φυσικές πρώτες ύλες. Τα "χημικά" υποκατάστατα ζάχαρης, αν και δεν περιέχουν θερμίδες, δεν προτιμώνται. Σιγά σιγά αντικαθιστώνται από φυσικά γλυκαντικά, τα οποία αν και περιέχουν θερμίδες, είναι φυσικής προέλευσης.
Για πολλούς, η ζάχαρη, παραμένει απαγορευμένη, ενώ οποιοδήποτε άλλο φυσικό γλυκαντικό θεωρείται καλύτερο από αυτήν. Στην πραγματικότητα όμως τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι.
Η στέβια παραμένει το μόνο φυσικό γλυκαντικό το οποίο δεν αποδίδει ενέργεια στον οργανισμό, λόγω της ελάχιστης ποσότητας που χρησιμοποιούμε. Όμως, είναι αρκετά νωρίς για να ξέρουμε τι επιπτώσεις θα έχει η μακροχρόνια χρήση της, καθώς επίσης, είναι δύσκολο να βρεθεί μόνη της. Συνήθως εμπεριέχεται σε μη θερμιδογόνα τεχνητά γλυκαντικά (πχ. γλυκαντικό με στέβια = σουκραλόζη και στέβια ή ασπαρτάμη και στέβια). Τα υπόλοιπα όμως φυσικά γλυκαντικά αποδίδουν την ίδια ή περίπου την ίδια ενέργεια με τη ζάχαρη στον οργανισμό μας. Η διαφορά για κάποια από αυτά είναι ο τρόπος επεξεργασίας, σε σχέση με τη λευκή ζάχαρη, καθώς επίσης και στη σύστασή τους που μπορεί να περιέχουν περισσότερη φρουκτόζη από γλυκόζη, που περιέχεται στη ζάχαρη.
Όλα τα παραπάνω φυσικά γλυκαντικά, στο σώμα μας, μετά από μεταβολική επεξεργασία, καταλήγουν σε γλυκόζη. Ακόμα και η φρουκτόζη, καταλήγει σε γλυκόζη. Η γλυκόζη είναι το βασικό ενεργειακό νόμισμα του οργανισμού μας και αυτό που αναγνωρίζει το σώμα μας για παραγωγή ενέργειας. Ακούγοντας φρουκτόζη, θεωρούμε πως αφού προέρχεται από τα φρούτα είναι καλή. Πράγματι τα φρούτα κάνουν καλό. Η βασική διαφορά όμως είναι πως η φρουκτόζη στα φρούτα "συνοδεύεται" από φυτικές ίνες, που βοηθούν στην αργή απορρόφηση της από τον οργανισμό και άρα σε καλύτερη ρύθμιση του σακχάρου στο αίμα. Η φρουκτόζη στον καφέ όμως είναι ένα απλό σάκχαρο, το οποίο γρήγορα θα ακολουθήσει τη διαδικασία της πέψης, θα μετατραπεί σε γλυκόζη και θα απορροφηθεί στην κυκλοφορία του αίματος, αφού δεν έχει τίποτα να το φρενάρει.
Το θέμα είναι να κατανοήσουμε πως η αυξημένη πρόσληψη γλυκαντικών οδηγεί σε αύξηση των επιπέδων του σακχάρου στο αίμα, πιο έντονη λειτουργία του παγκρέατος, μεγαλύτερη αποθήκευση λίπους στον οργανισμό και γενικά κάποιο μακροπρόθεσμο θετικό δεν υπάρχει.
Συμπερασματικά λοιπόν, η ζάχαρη και οποιοδήποτε γλυκαντικό, πρέπει να χρησιμοποιείται όσο γίνεται λιγότερο. Οι έρευνες δείχνουν πως ακόμα και τα γλυκαντικά που δεν αποδίδουν θερμίδες, άρα δεν αυξάνουν το σωματικό βάρος ή τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα, ευνοούν τον εθισμό στη γλυκιά γεύση και μακροπρόθεσμα αλλοιώνουν τη χλωρίδα του εντέρου και άρα το ανοσοποιητικό.
Σχετικά με τα φυσικά γλυκαντικά, τόσο η απλή λευκή ζάχαρη όσο και η "πανάκριβη" ζάχαρη καρύδας, θα προκαλέσουν αύξηση του σακχάρου στο αίμα σε όλους, απλά επειδή δεν είμαστε όλοι ίδιοι, οι οργανισμοί μας αντιδρούν διαφορετικά. Η υπερβολική χρήση γλυκαντικών, μεγάλη κατανάλωση γλυκών, με οποιοδήποτε φυσικό γλυκαντικό, μακροπρόθεσμα θα οδηγήσει σε αυξημένα επίπεδα τριγλυκεριδίων, μειωμένη HDL και αύξηση του σωματικού βάρους.
Η συμβουλή που μπορεί να δοθεί είναι να προσπαθήσουμε να συνηθίσουμε σε λιγότερο γλυκές γεύσεις και όχι να ψάχνουμε το "καλύτερο" υποκατάστατο ζάχαρης. Στην επιστήμη της διατροφής, η ποσότητα πάντα κάνει τη διαφορά!!!